Select Page

Από παιδιόθεν οι ‘παλαιοί’ μας επιδεικνύουν πως να συμπεριφερόμαστε στον άλλο κατά βάση και κανόνα των πεπραγμένων τους. Πάντοτε μας λένε τα κακά του άλλου, ποτέ όμως τα δικά μας καλά. Μιλάνε σαν αυθεντίες, καθότι λένε ότι “έκαναν πολλά”  (αλήθεια υπάρχει η τελειότητα και η οριοθέτηση της αμφιβολίας;). Μη έχοντας λοιπόν το δικαίωμα της αμφισβήτησης (γιατί ως γνωστόν το ‘πίστευε και μη ερεύνα’ έγινε χιτ και παίζετε παντού απ’ όλους τους δημαγωγούς),συσσωρεύουμε όλη την αρνητικότητα, εχθρότητα και θολώνουμε τα ήδη θολωμένα νερά. Στην ουσία μας ωθούν να εξοβελίσουμε τα βασικότερα θεμέλια της Ελευθερίας – την ελεύθερη βούληση και συνείδηση, εξ ου κι έχουμε σήμερα μια άβολη και άβουλη κοινωνία.

Μια κοινωνία που βλέπει τη πολιτική σαν μόδα ή κατάντια: απ’ τη μια αυτοί που θέλουν να αναμιχθούν μανιωδώς σ’ αυτή καθότι αποζητούν το χρήμα ή τη δόξα (κυρίως το δεύτερο) και απ’ την άλλη αυτοί που αμφισβητούν τους πάντες(στην αρρωστημένη μορφή της αμφισβήτησης), που θεωρούν τα πάντα δεδομένα, απόλυτα και τελεσίδικα, ενώ προτιμούν να κρίνουν ως αμέτοχοι κομπάρσοι και συγχρόνως κομπιναδόροι (Μη φέρεις στο νου σου συγκεκριμένες καταστάσεις – και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει παντού και στα πιο μικρά τζάκια). Ούτε λόγος, μα ούτε χώρους για ανθρώπους με όραμα αλλαγής και εξέλιξης.

Μια κοινωνία που βλέπει στις πολιτικές παρατάξεις είδωλα και συναισθηματισμούς: Δε νοεί πως πρέπει αποκολληθεί από τον πλακούντα που λέγεται «παρελθόν». Δε νοεί πως για να αλλάξει κάτι, οφείλει να αναζητήσει, να εξετάσει με ενδελέχεια, να ασκήσει κριτική σ’ άπαντες, κυρίως όμως στον εαυτό της – αυτοκριτική λέγεται (αλλά πώς να κάνουμε αυτοκριτική όταν δεν έχουμε αυτογνωσία;). Επίσης, δε νοεί πως μπορούν να συνυπάρξουν και να συμπορευθούν διαφορετικές ιδέες, ούτε πως οι πολιτικοί που τις απαρτίζουν οφείλουν να συνεργάζονται. Λες και ολάκερη η εξέλιξη του άνθρωπου βασίστηκε σε μια και μόνο ιδέα. Είναι τρομακτικό που και σήμερα υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι θεωρούν ότι οι πολιτικοί είναι πολεμιστές και πρέπει να μονομαχούν μέχρι εσχάτως με τα όπλα της ηθικής ή ανήθικης τάξης προς όφελος μόνο της μιας πλευράς. Αυτοί οι άνθρωποι τα βάζουν με τη πολιτική και τους πολιτικούς γιατί όπως λένε τους προδίδουν οι πράξεις συνεργασίας με τους αντιπάλους (άλλα κόμματα) και φτάνουμε στην οπαδοποίηση της πολιτικής – συγχρόνως και στη κατιούσα της.

Μια κοινωνία που βλέπει το ποδόσφαιρο σαν θρησκεία: και φθάνει στο σημείο να εξυβρίσει και να λοιδορήσει ανελέητα – ακόμα και να τραυματίσει ή να σκοτώσει (!) δίχως αίσθημα ευθύνης. Παραφράζει το «διαγωνίζομαι» με το «αντιμάχομαι», το «χώροι συλλογικών διοργανώσεων» με το «πεδίο μάχης». Για τη ψυχαγωγία του αθλήματος, τη καλλιέργεια του αθλητικού πνεύματος αλλά και του Ευ Αγωνίζεσθαι, ούτε λόγος.

Παραδείγματα για την ασπόνδυλη κοινωνία μας, αμέτρητα. Ωστόσο, οι αναλύσεις της παραμένουν ελάχιστες. Από το εργασιακό κομμάτι που αποζητά το δημόσιο ως το εύκολο μονοπάτι για ευζωία μέχρι το ανθρωπιστικό που προτιμά τη ζήλια και τη δολιοφθορά ενόσω δηλώνει Πίστη εις ένα Θεό που μιλά για φιλευσπλαχνία και αλληλοβοήθεια. Χαθήκανε οι άνθρωποι με όραμα για εξέλιξη. Γίνανε ή παραμείνανε άλλη μια μειονότητα σ’ αυτό το έρημο νησί του “εγώ να ‘μαι καλά” και του “τρώω έως ότου ζω και μετά έχει ο Θεός” (πόσο εύκολα επικαλούμαστε τα θεία για να αποποιηθούμε των ευθυνών μας;).

Κοντολογίς, χάσαμε κάθε νόημα και τώρα θυμηθήκαμε πως θα πουλήσουμε εθνικά ιδεώδη. Είναι ουτοπική αφέλεια να θεωρούμε πως δε τα ‘χουμε χάσει προ πολλού. Εκτός των άλλωνπαραφράσαμε την έννοια του Έθνους, των Ελληνικών ιδεωδών από «Φως, Ελευθερία και Δημοκρατία» σε «Σκότος, Δεσποτισμός και Μοναρχία». Από την ιστορία διδαχθήκαμε μόνο πώς να μαχόμαστε σε πολέμους, όλα τα άλλα δε τ’ ακούσαμε ή τα ακούσαμε βερεσέ. Ας το παραδεχθούμε όλοι, έστω την ύστατη: Χάσαμε την έννοια της Λευτεριάς.

ΥΓ 1: Ξεκαθαρίζω πως δε τα βάζω με το παλιό καθεαυτό, καθώς ανάμεσο του υπήρξαν και υπάρχουν άνθρωποι γενικώς ανήσυχοι, που τολμούν να αντιταχθούν σ’ αυτές τις τάξεις. Εντούτοις τορπιλίζονται από παντού. Βέβαια, μερικοί εξ αυτών στη προσπάθεια τους και με το θυμό σκιασμένο στα πρόσωπα τους μετατράπηκαν ή έγιναν ένα με το ‘παλιό’. Ξέχασαν τους λόγους για τους οποίους θέλησαν να αντιταχθούν και εξελίχθηκαν σε αντίπαλο δέος του εαυτού τους – του ‘νέου’.

ΥΓ 2: Ίσως αν προσπαθούσαμε να μάθουμε από την ώριμη (κι όχι την ανώριμη) νιότη του παλιού με τη στήριξη και την αρωγή του, χωρίς να το βλέπουμε ως αυθεντία αλλά ούτε να το δαιμονοποιούμε, θα μας βοηθούσα για ένα καλύτερο μέλλον σαν ανθρώπους και σαν σύνολα.

ΥΓ 3: Ευχαριστώ τους γονείς μου, που –έστω – προσπάθησαν να μη γίνουν τέτοιοι ‘παλιοί’.

Ζωή Παναγή