«Συμβιβάστηκες και άλλαξες», ήταν η πρόταση που αντικατέστησε την εθιμοτυπία της χειραψίας, μεταξύ δύο παλιών γνώριμων, που ανταμώνουν μετά από χρόνια. Με τον Γιάννη, από τα φοιτητικά μας χρόνια σπαταλούσαμε ατέλειωτες ώρες σε ατέρμονες πολλές φορές συζητήσεις, για τους κοινούς μας προβληματισμούς, τα όνειρα και τις προσδοκίες μας.

Αντιλαμβανόμενος σχεδόν αμέσως την πληρωμένη χαιρετούρα, διερωτήθηκα από ευγένεια περισσότερο το λόγο, για να εισπράξω ξανά τον προβληματισμό -«από πότε γίναμε της επαναπροσέγγισης, σε κοινές συναντήσεις και εκδηλώσεις με τους Τουρκοκύπριους»; Αναφερόμενος προφανώς στη συνάντηση της ΝΕΔΗΣΥ με τη νεολαία του TDP, αλλά και στη δικοινοτική εκδήλωση συζήτησης για το κυπριακό, που διοργανώθηκε λίγες μέρες πριν και που προφανώς τον ενόχλησε.

Ως παλιοί γνώριμοι, καθίσαμε ο ένας δίπλα στον άλλο. Να βρούμε κοινά σημεία, να συζητήσουμε. Το χρωστούσαμε στους εαυτούς μας εξάλλου. – «Δεν είμαι ενάντια στη λύση», συνέχισε. «Την αναζητώ όσο ο κάθενας μας. Μα να έχει τους κατάλληλους συμβολισμούς και να μπορούμε να την αποδεχτούμε». Σε κλίμα μάλλον συναινετικό για το διάλογο, έμπαιναν σιγά σιγά οι βάσεις.

«Αν έχω πρόβλημα μαζί σου θα το συζητήσω μαζί σου» του απάντησα. – «Δεν είναι οξύμωρο να θέλουμε λύση, να ζήσουμε μαζί σε μια κοινή πατρίδα δηλαδή, αλλά να αρνούμαστε να μιλήσουμε μαζί τους; Έπειτα η λύση πώς θα προκύψει; Και την επόμενη μέρα της επανένωσης της πατρίδας μας, θα αποδεχτούμε το διάλογο μαζί τους; Είναι καιρός να ξεπεράσουμε τους φόβους μας και να μιλήσουμε τη γλώσσα της αλήθειας. Αν θα ξεπουλήσουμε την πατρίδα μας και θα υπογράψουμε τη διχοτόμιση, τότε ίσως να μη χρειαστεί να μιλήσουμε ξανά σε κάνενα τους. Αν όμως είμαστε ειλικρινείς και όντως ζητούμε λύση, η όποια ανησυχία σου, όπως τις διατυπώσεις πιο πάνω, δεν είναι τίποτα άλλο από προιόν του φόβου σου.»

Σχεδόν αμέσως ο Γιάννης σήκωσε το γάντι. – «Δεν είναι δηλαδή ξεπούλημα της πατρίδας μας όταν δε θα επιστρέψουν όλοι οι πρόσφυγες στα σπίτια τους και είναι το ανάποδο; Πότε δεν ήμουν ακραίος και το ξέρεις. Μα αναζητώ να πειστώ για το καλύτερο αύριο σε μια ενδεχόμενη λύση».

Η απάντηση του με βοήθησε να κατανοήσω τον εγκλεισμό της λογικής μας σε στερεότυπα του παρελθόντος, μα και τη θέληση να πειστούμε από για την αναγκαιότητα εξεύρεσης λύσης. 41 χρόνια πράσινης γραμμής δε μας έπεισαν. 4 δεκαετίες μακριά από τη γη μας δυστυχώς δε μας έπεισε. «Σήμερα η ΚΔ, ελέγχει λίγο περισσότερο από το 60% της επικράτειας του νησιού. Είμαι θετικός στο ενδεχόμενο επέκτασης του ποσοστού αυτού, πέραν του 70% λχ, με τον έλεγχο του μάλιστα να βρίσκεται υπό ΕΚ διοίκηση, και την ταυτόχρονη επιστροφή μέρους των υπόλοιπων περιουσιών των συμπατριωτών μου, ή αποζημίωσεις τους. Αν μάλιστα μπορέσουμε να διασφαλίσουμε πως ο Ελληνισμός της Κύπρου θα μπορέσει για τα επόμενα 30 χρόνια, απρόσκοπτα να επιβιώσει, χωρίς τον κίνδυνο δημογραφικών αλλοιώσεων, με μόνιμες παρεκκλίσεις, τότε είμαι έτοιμος να ξεπεράσω τους φόβους μου και να τοποθετηθώ υπέρ της λύσης. Σε αντίθετη περίπτωση τι θα μας διασφαλίσει κάτι περισσότερο; Το 80%, το 90% ή και το 100%, το οποίο ποτέ δεν είχαμε»; Διερωτήθηκα.

«Μα η ΚΔ, από ενιαίο κράτος, θα μετατραπεί σε κράτος συνιστούντων κρατιδίων», συνέχισε στον προβληματισμό του ο Γιάννης.  Ήξερα πλέον πως είμαστε κοντά στο να καταλήξουμε.

«Σε 11 χρόνια ΚΔ, καταφέραμε 2 δικοινοτικές σφαγές, ένα πραξικόπημα και 2 εισβολές. Ακόμη και να μην υπήρχε πρόβλημα, η μανία μας να επικρατήσουμε ένθεν και ένθεν, μας οδήγησε στο να χάσουμε τον όποιο έλεγχο. Έιναι τόση η σημασία του ενιαίου κράτους, το οποίο ποτέ δεν αποδεκτήκαμε πλήρως, που είναι ικανή να αφήσει την πατρίδα μας να περιγράφει τον πόθο της με το «πάλι με χρόνια με καιρούς..», όπως πρόσφατα στην περίπτωση συμπλήρωσης 562 χρόνων από την άλωση της «Βασιλεύουσας»;

Τη συζήτηση μας διέκοψε η αξίωση της υπόλοιπης παρέας, πως «δε θα λύσουμε το κυπριακό στον πρωινό μας καφέ». Αν και διαφωνούσα, καθώς το κυπριακό θα δικαιωθεί μέσα από την αυτοσκόπηση του κάθε ενός ξεχωριστά και όλων συλλογικά, με αυτή μάλιστα τη σειρά, βάλαμε τελεία. Συμφωνήσαμε πως οι διαλόγοι μας ήταν πάντα παραγωγικοί και ως εκ τούτου πολύ χρήσιμοι, δίνοντας την υπόσχεση να το επαναλάβουμε. Άλλοι 500,000 διαλόγοι να γίνουν, με ειλικρίνεια και πατριωτισμό που επιτάσσει το ωφέλιμο προς την πατρίδα συμφέρον και όχι την ικανοποίηση της αρεστότητας μας στην κοινωνία και θα είμαστε κοντά. Εξάλλου «αγαπώ υπερβολικά την πατρίδα μου, για να είμαι εθνικιστής».

 

Πέτρος Δημητρίου

Πρόεδρος ΝΕΔΗΣΥ

Απόφοιτος Τμήματος Πολιτικών

Επιστημών Πανεπ. Κύπρου